- προσιτήριο(ν)
- το воен, подступ, подход
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσιτήριο — το, Ν στρ. όρυγμα που κατασκευάζεται από πολιορκητές οχυρής θέσης, ώστε να πλησιάζουν απαρατήρητοι ή καλυμμένοι σε πολιορκούμενο στόχο, έργο προσπέλασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσ ειμι (πρβλ. προσιτός) + επίθημα τήριο (πρβλ. εισιτήριο: εἴσειμι)] … Dictionary of Greek